Συγκλονίζει το μαγνητοφωνημένο μήνυμα προς τη μητέρα της που άφησε πίσω της ως διαθήκη η Ρεϊχανέχ Τζαμπαρί, η 19χρονη Ιρανή που εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού το Σάββατο (25/10), επειδή το 2007 σκότωσε έναν άνδρα, τον οποίο κατηγόρησε ότι αποπειράθηκε να τη βιάσει.
Δείχνοντας πόσο πιο δυνατή είναι από τους εκτελεστές της, η Ρεϊχανέχ απευθύνεται στη μητέρα της Σολέχ.
«Ενώπιον του δικαστηρίου του Θεού θα απευθύνω το δικό μου κατηγορώ εναντίον όλων όσοι με αδίκησαν», λέει μεταξύ άλλων, παρακαλώντας τη μητέρα της να δωρήσει τα όργανά της, γιατί δεν θέλει ούτε να θρηνεί στον τάφο της ούτε να φορέσει μαύρα.
Η Ρεϊχανέχ καταδικάστηκε σε θάνατο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως βάσει του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» που προβλέπει η ισλαμική σαρία.
Η απόφαση για την εκτέλεσή της ξεσήκωσε τη διεθνή κοινή γνώμη, που είχε δει πέρυσι την εκλογή του φιλελεύθερου Χασάν Ροχανί στον προεδρικό θώκο ως βήμα για τη χαλάρωση του ισλαμικού νόμου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ολόκληρο το μήνυμα της Ρεϊχανέχ
(πηγή: Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης του Ιράνr )
«Αγαπητή Σολέχ, σήμερα έμαθα ότι είναι η σειρά μου να αντιμετωπίσω το οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Πονώ, επειδή δεν μου είπες εσύ ότι έφτασα στην τελευταία σελίδα του βιβλίου της ζωής μου. Δε νομίζεις ότι έπρεπε να ξέρω; Γνωρίζεις πόσο ντρέπομαι που είσαι στενοχωρημένη. Γιατί δεν μου έδωσες την ευκαιρία να φιλήσω το χέρι το δικό σου και του πατέρα μου;
»Ο κόσμους μου επέτρεψε να ζήσω για 19 χρόνια. Εκείνη την απαίσια νύχτα θα είχα σκοτωθεί, το σώμα μου θα είχε πεταχτεί σε κάποια γωνιά της πόλης κι έπειτα από λίγες ημέρες η αστυνομία θα σε πήγαινε στο γραφείο του ιατροδικαστή για να αναγνωρίσεις τη σορό μου κι εκεί θα μάθαινες ότι επίσης είχα βιαστεί. Ο δολοφόνος δεν θα εντοπιζόταν ποτέ, αφού δεν έχουμε ούτε τον πλούτο ούτε τη δύναμή τους. Έπειτα θα συνέχιζες τη ζωή σου, υποφέροντας ντροπιασμένη. Και λίγα χρόνια μετά θα πέθαινες από αυτό το μαρτύριο και αυτό θα ήταν όλο.
»Ωστόσο, με αυτό το καταραμένο χτύπημα η ιστορία άλλαξε. Το σώμα μου δεν πετάχτηκε στο πλάι κάποιου δρόμου, αλλά στον τάφο της φυλακής Εβίν και τα κελιά της απομόνωσής της και τώρα στη σαν τάφο φυλακή του Σαχρ-ε Ράι. Όμως, παραδώσου στον πόνο και μην παραπονιέσαι. Γνωρίζεις καλύτερα ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής.
»Με δίδαξες ότι ερχόμαστε στον κόσμο για να λάβουμε εμπειρία και να μάθουμε ένα μάθημα και πως με κάθε γέννηση τον ώμο μας βαραίνει μια ακόμη ευθύνη. Έμαθα ότι κάποιες φορές πρέπει να αγωνιζόμαστε. Θυμάμαι όταν μου είπες μια ιστορία από τον Νίτσε, τον φιλόσοφο, για τότε που διαμαρτυρήθηκε σε έναν αμαξά που μαστίγωνε το άλογό του. Όμως ο αμαξάς τον χτύπησε με το καμτσίκι στο κεφάλι και το πρόσωπο [ακατάληπτο] και μας δίδαξε ότι πρέπει να υπομένουμε για τη δημιουργία μιας αξίας, ακόμη κι αν πεθάνουμε.
»Μου έμαθες ότι, μόλις πάμε στο σχολείο, πρέπει να φέρομαι σαν κυρία απέναντι σε καυγάδες και παράπονα. Θυμάσαι πόσο μου είχες τονίσει τον τρόπο συμπεριφοράς; Η εμπειρία σου ήταν λάθος. Όταν συνέβη αυτό το περιστατικό, οι διδαχές μου δεν με βοήθησαν. Το να είμαι ήρεμη στο δικαστήριο με έκανε να φαίνομαι σαν μια δολοφόνο με κρύο αίμα και μια αδίστακτη εγκληματία. Δεν άφησα δάκρυα να τρέξουν, δεν παρακάλεσα, δεν έκλαψα απελπισμένα, αφού εμπιστεύθηκα το νόμο.
»Όμως κατηγορήθηκα για το ότι υπήρξα αδιάφορη ενώπιον ενός εγκλήματος. Βλέπεις, δεν σκότωσα καν κουνούπια και ξεφορτωνόμουν τις κατσαρίδες, πιάνοντάς τις από τις κεραίες τους. Τώρα, έγινα μια δολοφόνος εκ προμελέτης. Το πώς χειριζόμουν τα ζώα ερμηνεύθηκε σα να ήθελα να είμαι ένα αγόρι και ο δικαστής δεν ασχολήθηκε καν με το να δει το γεγονός πως κατά το χρόνο του συμβάντος είχα μακριά και βαμμένα νύχια.
»Πόσο αισιόδοξος ήταν εκείνος που περίμενε δικαιοσύνη από τους δικαστές! Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι τα χέρια μου δεν είναι τραχιά σαν αυτά μιας αθλήτριας, ειδικά μιας πυγμάχου. Κι αυτή η χώρα, την οποία μου έμαθες να αγαπώ βαθιά, ποτέ δε με ήθελε και κανείς δεν με υποστήριξε όταν, υποφέροντας από τα χτυπήματα του ανακριτή, έκλαιγα και άκουγα τις πιο πρόστυχες βρισιές. Όταν έδιωξα το τελευταίο σημάδι ομορφιάς από τον εαυτό μου, ξυρίζοντας τα μαλλιά μου, ανταμείφθηκα: έντεκα ημέρες στην απομόνωση.
»Αγαπητή Σολέχ, μην κλαις για αυτά που ακούς. Την πρώτη μέρα στην αστυνομία, όταν ένας γέρος ανύπανδρος πράκτορας με χτύπησε για τα νύχια μου, κατάλαβα ότι η ομορφιά δεν είναι αυτό που αναζητείται αυτήν την εποχή. Η εξωτερική ομορφιά, η ομορφιά των σκέψεων και των ευχών, ένας όμορφος γραφικός χαρακτήρας, η ομορφιά των ματιών και του βλέμματος, ή ακόμη και η ομορφιά μιας απαλής φωνής.
»Αγαπητή μου μητέρα, η ιδεολογία μου άλλαξε και δεν ευθύνεσαι εσύ γι’ αυτό. Τα λόγια μου δεν έχουν τέλος και τα έδωσα σε κάποιον, ώστε, όταν θα έχω εκτελεστεί χωρίς την παρουσία και τη γνώση σου, να δοθούν σε εσένα. Ως παρακαταθήκη μου, σου άφησα πολύ χειρόγραφο υλικό.
»Παρ’ όλα αυτά, πριν το θάνατό μου, θέλω κάτι από εσένα που μπορείς να μου το παρέχεις – με όλη σου τη δύναμη και με όποιο τρόπο μπορείς. Για την ακρίβεια, αυτό είναι το μοναδικό πράγμ