'''Καραντί'''
Ξέμπαρκοι
Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές
Ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα
Που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές
Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού
Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο
Τα δυο φανάρια της νυκτός και ο Pissanello
Ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού
Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει
Σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
Από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
Κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει
Όρτινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό
Όπως και τότε απ' του Κολόμβου την κουκέτα
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα
Χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
Κι άχος μας παίρνει καθώς παίζουν τα όργανα τους
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
Στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά
Διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια
Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει
Σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
Από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
Κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει